- ἐπιχαυνοῦ
- ἐπιχαυνόωrelaxpres imperat mp 2nd sgἐπιχαυνόωrelaximperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχαυνώ — ἐπιχαυνῶ, όω (Α) 1. χαλαρώνω («ἐπιχαυνῶ τὰς χορδάς») 2. χάσκω, καμαρώνω με ανοιχτό το στόμα («μήτε εὐτυχίαις ἐπιχαυνοῡ...») … Dictionary of Greek